κουραδάρης

κουραδάρης
ο
(ιδιωμ.)
1. ιδιοκτήτης ποιμνίου
2. το κριάρι που προηγείται τού ποιμνίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι (ΙΙ) + -άρης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουραδιάζω — [κουράδι (ΙΙ)] δημιουργώ ποίμνιο, γίνομαι ιδιοκτήτης κοπαδιού, κουραδάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”